Σακχαρώδης Διαβήτης
Στο παθολογικό ιατρείο Παπαθεοδώρου υπάρχει μια σφαιρική αντιμετώπιση του διαβητικού ή εν δυνάμει διαβητικού ασθενούς με στόχο να διαπιστώσουμε τις αιτίες του προβλημάτων και όχι απλά να αντιμετωπίσουμε τα συμπτώματα και κύριους άξονες έχει:
-Την προσεκτική μελέτη του πλήρους ιατρικού ιστορικού , ώστε να διαπιστωθούν οι πραγματικές αιτίες του προβλήματος , που μπορεί να προέρχονται από κληρονομικούς παράγοντες, από επιβαρυντικούς παράγοντες της υγείας( πχ παχυσαρκία, λιπιδαιμία, ορμονικά προβλήματα, ψυχολογικά προβλήματα... κλπ.), της σωματικής κατάστασης και του τρόπου ζωής
-Την αξιολόγηση και εκτίμηση των αποτελεσμάτων των απαραίτητων εργαστηριακών ελέγχων.
Εκτός από τις βασικές εξετάσεις που περιγράφονται παρακάτω και αφορούν τον διαβήτη και τους παράγοντες που τον επηρεάζουν, προχωράμε τον έλεγχο ένα βήμα ακόμη αναζητώντας τις αιτίες του προβλήματος και όχι μόνο την αντιμετώπιση των συμπτωμάτων. Συστήνουμε εξειδικευμένα test όπως:
- έλεγχο κυτταρικού μεταβολισμού( Health cellular test)
- κυτταροτοξικό τεστ(Cytotoxic test)
τα οποία θα μας δώσουν την δυνατότητα το 1ο να αξιολογήσουμε τον μεταβολισμό σε κυτταρικό επίπεδο ( μεταβολομικά τεστ) και να δούμε έτσι τα βαθύτερα αίτια που ξεκινούν από τον μεταβολισμό στα ίδια τα κύτταρα και τα προβλήματα που μπορεί να παρουσιάζονται εκεί ή τις ελλείψεις στοιχείων που μπορεί να οδηγούν σε μη φυσιολογική λειτουργία τους, με αποτέλεσμα να έχουν παρουσιαστεί ή να εκδηλωθούν στο μέλλον διάφορες ασθένειες, μεταξύ αυτών και ο διαβήτης. Το 2ο θα μας βοηθήσει να ελέγξουμε πιθανές δυσανεξίες σε τροφές ή ουσίες που επιβαρύνουν τον οργανισμό μας , "μπλοκάρουν" την λειτουργία του δημιουργώντας πληθώρα συμπτωμάτων και ασθενειών .
-Την επιλογή κατάλληλης θεραπείας ανάλογα με τα ευρήματα των εξετάσεων, συμβουλές σχετικά με τον τρόπο ζωής και τις καθημερινές συνήθειες που μπορούν να μειώσουν ή να εξαφανίσουν τα συμπτώματα και τον σχεδιασμό μαζί με τον ασθενή του κατάλληλου τρόπου διατροφής
-Την τακτική παρακολούθηση του ασθενούς
Τι είναι ο Σακχαρώδης Διαβήτης
Ο Σακχαρώδης Διαβήτης (ΣΔ) είναι μια ομάδα μεταβολικών διαταραχών με κοινό χαρακτηριστικό την υπεργλυκαιμία και προκύπτει ως αποτέλεσμα της ανεπαρκούς έκκρισης ή/ και της ανεπαρκούς δράσης της ινσουλίνης στον οργανισμό.
Τι είναι η ινσουλίνη
Είναι μία ορμόνη που παράγεται από το πάγκρεας και διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στο μεταβολισμό (στη διαχείριση) των συστατικών της τροφής. Η ινσουλίνη επιτρέπει στη γλυκόζη των τροφών να περάσει στα όργανα και να τα τροφοδοτήσει με ενέργεια. Έτσι η γλυκόζη φεύγει από την κυκλοφορία, οπότε δεν αθροίζεται
στο αίμα. Όταν η ινσουλίνη απουσιάζει, η γλυκόζη συσσωρεύεται στο αίμα και τα κύτταρα των οργάνων ουσιαστικά μένουν χωρίς τροφοδοσία.
Συμβουλευτείτε τον προσωπικό σας Iατρό-Bιοπαθολόγο
Πόσοι τύποι Σακχαρώδη Διαβήτη υπάρχουν
-Ο Σακχαρώδης Διαβήτης τύπου 1 ή Νεανικός Ινσουλινοεξαρτώμενος ΣΔ (IDDM): Οφείλεται, στην καταστροφή της λειτουργίας των β-κυττάρων του παγκρέατος, με αυτοάνοσο μηχανισμό (καταστρέφονται από τον ίδιο μας τον οργανισμό για κάποιο λόγο) με αποτέλεσμα την απόλυτη έλλειψη και αδυναμία του οργανισμού να παράγει ινσουλίνη.
-Ο Σακχαρώδης Διαβήτης τύπου 2 ή Μη Ινσουλινοεξαρτώμενος ΣΔ των Ενηλίκων (NIDDM): Είναι μία πολύπλοκη και προοδευτικά εξελισσόμενη διαταραχή της λειτουργικότητας των β-κυττάρων του παγκρέατος. Οδηγεί σε μερική έλλειψη ινσουλίνης (ινσουλινοπενία), ή σε αδυναμία του οργανισμού να την χρησιμοποιήσει σωστά (ινσουλινοαντοχή).
-Ο Σακχαρώδης Διαβήτης της εγκυμοσύνης (Gastational diabetes mellitus(GDM): Χαρακτηρίζει τις περιπτώσεις των γυναικών που παρουσιάζουν ΣΔ κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων (>98%) διορθώνεται μετά το τέλος της εγκυμοσύνης.
-Άλλοι ειδικοί τύποι ΣΔ: Μπορεί να οφείλονται σε αίτια, όπως: Γενετική δυσλειτουργία, ασθένειες της ενδογενούς μοίρας του παγκρέατος, δράση χημικών ή φαρμάκων.
Ποιοι πρέπει να ελέγχονται για Σακχαρώδη Διαβήτη
Προγραμματίστε τον προληπτικό σας έλεγχο εάν:
-Είστε 45 ετών και άνω.
-Είστε παχύσαρκοι: η παχυσαρκία ορίζεται ως σωματικό βάρος που ξεπερνά κατά 30% το ιδανικό ή επιθυμητό βάρος
-Αν ο τρόπος ζωής σας περιλαμβάνει: Κάπνισμα, κακή διατροφή, ελάχιστη σωματική άσκηση.
-Έχετε συγγενή που πάσχει από Σακχαρώδη Διαβήτη (Τύπου 1 ή 2).
-Αν έχετε γεννήσει μωρό βαρύτερο από 4,1 kg ή αν έχετε ιστορικό ΣΔ κύησης κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.
-Αν έχετε υψηλή αρτηριακή πίεση.
-Αν είστε καρδιοπαθής.
-Αν έχετε δυσλιπιδαιμία είτε χαμηλή HDL (η λεγόμενη καλή χοληστερίνη), είτε υψηλή LDL (η λεγόμενη κακή χοληστερίνη) ή τριγλυκερίδια.
-Αν έχετε ιστορικό υψηλού σακχάρου στο αίμα: για παράδειγμα, υψηλές τιμές γλυκόζης στο αίμα μετά το γεύμα ή απόκλιση από τις φυσιολογικές τιμές σε εξέταση ανοχής γλυκόζης.
-Αν ανήκετε σε φυλετική ομάδα υψηλού κινδύνου: Αμερικανοί Αφρικανικής καταγωγής, Λατινοαμερικανικής καταγωγής, Ασιάτες, από τα νησιά του Ειρηνικού, ιθαγενείς Αμερικάνοι.
Ποια είναι τα συμπτώματα του Σακχαρώδη Διαβήτη
Οι ενδείξεις που συνδέονται με αυτήν την πάθηση ταξινομούνται ως εξής:
Προειδοποιητικές ενδείξεις Σακχαρώδη Διαβήτη τύπου 1
-Πολυουρία
-Πολυδιψία
-Υπερβολική πείνα
-Υπερβολική κόπωση
-Εκνευρισμός-οξυθυμία
-Ασυνήθιστη απώλεια βάρους
Προειδοποιητικές ενδείξεις Σακχαρώδη Διαβήτη τύπου 2
Ο ΣΔ τύπου 2 μπορεί να μείνει χωρίς διάγνωση για πολλά χρόνια (5-20) και να οδηγήσει τον ασθενή στο γιατρό, όταν πια φθάσει σε μια από τις σοβαρές επιπλοκές και έχει εγκατασταθεί σε διάφορους ιστούς και λειτουργίες (νεφρά, μάτια, καρδιά, νεύρα, πόδια, σεξουαλική λειτουργία κ.α.).
Γι΄ αυτό και πρέπει να αξιολογούνται τα πρώτα συμπτώματα:
- Κάποιο από τα συμπτώματα του ΣΔ Τύπου 1.
- Συχνές και επίμονες λοιμώξεις στο δέρμα, στα ούλα ή ουρολοιμώξεις.
-Θόλωση της όρασης.
-Αμυχές ή εκχυμώσεις που επουλώνονται αργά.
-Μούδιασμα ή τσιμπήματα στα χέρια ή στα πόδια.
CHECKUP
Διαγνωστική προσέγγιση του σακχαρώδους διαβήτη (ΣΔ)
- Γλυκόζη νηστείας ορού
- Ινσουλίνη νηστείας
- Γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη (HbA1c)
- Γενική αίματος (CBC)
- Γενική ούρων
- Ουρία (ΒUN)
- Κρεατινίνη
- Χοληστερόλη (TC)
- HDL-C
- LDL-C
- Μη HDL-C
- Τριγλυκερίδια (TGs)
- Lp(a)
Τακτικός έλεγχος διαβητικού ασθενούς
- Γλυκόζη νηστείας ορού
- Γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη (HbA1c)
- Μικροαλβουμίνη πρωινών ούρων (Malb)
- Γενική Ούρων
- Κορεσμός τρανσφαιρίνης (TfS)
- Ουρικό Οξύ (UA)
- Ουρία (BUN)
- Κρεατινίνη
- Χοληστερόλη (TC)
- ΗDL-C
- LDL-C
- Μη HDL-C
- Τριγλυκερίδια (TGs)
Ο Σακχαρώδης διαβήτης τις περισσότερες φορές είναι ασθένεια ενδεικτική της ύπαρξης ενός ευρύτερου προβλήματος που ονομάζεται Μεταβολικό σύνδρομο.
Ο όρος «μεταβολικό σύνδρομο» αναφέρθηκε πρώτη φορά τη δεκαετία του 1950 και ξεκίνησε να χρησιμοποιείται ευρέως στο τέλος της δεκαετίας του 1970, για να περιγράψει τη συσχέτιση διαφόρων παραγόντων κινδύνου με την εμφάνιση σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, κάτι που είχε ήδη περιγραφεί από τον Kylin το 1920.
Μέχρι σήμερα δεν υπάρχει κάποιος ενιαίος ορισμός για το μεταβολικό σύνδρομο. Στους ορισμούς του Εθνικού Αμερικανικού Εκπαιδευτικού Προγράμματος για τη χοληστερόλη (NCEP ΑΤΡ ΙΙΙ), της Διεθνούς Ομοσπονδίας για το Σακχαρώδη Διαβήτη (IDF), καθώς και του Παγκόσμιου Οργανισμού υγείας (WHO) κυρίαρχο ρόλο παίζουν η παχυσαρκία, ο σακχαρώδης διαβήτης, η υπερλιπιδαιμία, καθώς και η αρτηριακή υπέρταση, ενώ διαφοροποιήσεις εντοπίζονται στις παθολογικές τιμές, καθώς και στη βαρύτητα των εκάστοτε κριτηρίων.
Η διάγνωση
Σύμφωνα με τη Διεθνή Ομοσπονδία για το Σακχαρώδη Διαβήτη, η διάγνωση του μεταβολικού συνδρόμου προϋποθέτει την ύπαρξη σπλαχνικής παχυσαρκίας («εναπόθεση λίπους στην κοιλιά»), με περίμετρο μέσης στους άνδρες περισσότερο από 94 εκατοστά και στις γυναίκες περισσότερο από 80 εκατοστά και επιπλέον δύο από τα παρακάτω κριτήρια:
Το μεταβολικό σύνδρομο είναι μια κατάσταση χρόνιας φλεγμονής, που οφείλεται σε αλληλεπίδραση γενετικών και περιβαλλοντικών παραγόντων. Αντίσταση στην ινσουλίνη, σπλαχνική παχυσαρκία, δυσλιπιδαιμία, δυσλειτουργία του ενδοθηλίου, γενετική προδιάθεση, αρτηριακή υπέρταση, υπερπηκτικότητα και χρόνιο στρες είναι μερικοί παράγοντες οι οποίοι συντελούν στην εμφάνιση του συνδρόμου.
Σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν και παράγοντες που σχετίζονται με την εγκυμοσύνη, καθώς και την ανάπτυξη στην πρώιμη παιδική ηλικία. Παιδιά που στη διάρκεια της εγκυμοσύνης είχαν ενδομήτρια καθυστέρηση της ανάπτυξης και γεννήθηκαν με χαμηλό βάρος ή, αντίθετα, παιδιά που γεννήθηκαν με μεγαλύτερο βάρος από το κανονικό, έχουν αυξημένο κίνδυνο να εμφανίσουν μεταβολικό σύνδρομο. Αυτά παρατηρούνται συνήθως σε εγκύους που δεν παίρνουν το κανονικό βάρος στη διάρκεια της εγκυμοσύνης (μεγαλύτερο ή μικρότερο από το κανονικό) ή σε εγκύους που εμφανίζουν σακχαρώδη διαβήτη της κύησης.
Σημαντικό ρόλο στην εμφάνιση του μεταβολικού συνδρόμου φαίνεται να παίζει και η κοινωνικοοικονομική κατάσταση, με τα οικονομικώς ασθενέστερα στρώματα του πληθυσμού να εμφανίζουν περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξουν μεταβολικό σύνδρομο.
Θεραπεία
Ο ακρογωνιαίος λίθος για τη θεραπεία του μεταβολικού συνδρόμου είναι η αλλαγή του τρόπου ζωής που εμπεριέχει αλλαγή των διατροφικών συνηθειών, διακοπή καπνίσματος, καθώς και σωματική άσκηση, με στόχο τη βελτίωση των παραγόντων κινδύνου που αναφέρθηκαν παραπάνω. Εάν αυτό δεν είναι εφικτό, τότε θα πρέπει να ληφθεί συμπληρωματική φαρμακευτική αγωγή. Έχει διαπιστωθεί ότι υπάρχει δυσκολία να διατηρηθεί μακροχρόνια ένα πρόγραμμα σωστής διατροφής και άσκησης. Στη μακροχρόνια διατήρηση του προγράμματος μπορεί να βοηθήσει και μια στοχευμένη συμπεριφορική ψυχοθεραπεία. Αυτή περιλαμβάνει κατ' αρχάς τον προσδιορισμό καταστάσεων που οδηγούν σε αποχή από φυσική δραστηριότητα ή οδηγούν σε κατανάλωση φαγητού, έλεγχο του άγχους, σχεδιασμό του ελεύθερου χρόνου, καθώς και καθορισμό των γευμάτων με μείωση του ποσού των μερίδων, ανάγνωση ετικετών τροφίμων κ.λ.π. Είναι όμως εξίσου ή και περισσότερο βασικό να διαπιστωθούν οι αιτίες που εκτός από την κληρονομικότητα , την διατροφή, τον τρόπο ζωής ενδέχεται να εντοπίζονται σε παράγοντες που έχουν να κάνουν με την κυτταρική λειτουργία ή με διάφορες δυσανεξίες και προκαλούν δυσλειτουργία του οργανισμού.
Μια απότομη μείωση σωματικού βάρους θα πρέπει να αποφεύγεται, καθώς υπάρχει ο κίνδυνος επαναπρόσληψης βάρους ή απώλειας μυϊκού ιστού λόγω αύξησης της καταβολικής δραστηριότητας. Ιδιαίτερη προσοχή θα πρέπει να δοθεί στα τρόφιμα που περιέχουν φρουκτόζη, καθώς η υψηλή πρόσληψη αυτής μπορεί να προκαλέσει αντίσταση στη δράση της λεπτίνης που συσχετίζεται με τη σπλαχνική παχυσαρκία και τη δυσλιπιδαιμία.
Η σωματική άσκηση χαμηλής έως μέτριας έντασης (30 λεπτά την ημέρα, 5 ημέρες την εβδομάδα) επιταχύνει τη μείωση του σπλαχνικού λίπους και ελαττώνει τον κίνδυνο καταβολισμού του μυϊκού ιστού. Επιπλέον επιτείνει τη δράση της ινσουλίνης και οδηγεί σε μείωση της γλυκόζης νηστείας, των τριγλυκεριδίων, καθώς και σε αύξηση της HDL και μείωση της κακής χοληστερόλης.
Το είδος της σωματικής άσκησης θα πρέπει να εξατομικεύεται, ενώ θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και τυχόν αντενδείξεις εξαιτίας συνοδών παθήσεων.
Απώλεια σωματικού βάρους 10 κιλών αντιστοιχεί σε μείωση περίπου 10mmHg της συστολικής και 20 mmHg της διαστολικής αρτηριακής πίεσης, 50% μείωση της γλυκόζης νηστείας, 1%-2% μείωση της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης, 10% μείωση της ολικής χοληστερόλης, 15% μείωση της «κακής» LDL χοληστερόλης, 8% αύξηση της «καλής» HDL χοληστερόλης και 30% μείωση των τριγλυκεριδίων. Για τη θεραπεία της δυσλιπιδαιμίας συστήνεται αλλαγή της σύστασης των προσλαμβανόμενων λιπών, που δεν θα πρέπει να ξεπερνούν το 30% των προσλαμβανόμενων θερμίδων (8%-10% κορεσμένα, 10%-20% μονοακόρεστα και 10% πολυακόρεστα λίπη, ιδίως ω-3 και ω-6). Στόχος είναι η μείωση των τριγλυκεριδίων και της LDL και η αύξηση της HDL.
Για την πρόληψη της αρτηριακής υπέρτασης αναγκαία κρίνεται η απώλεια σωματικού βάρους, ενώ θα πρέπει να μειώνεται στο ελάχιστο η πρόσληψη άλατος. Η μέγιστη συνιστώμενη πρόσληψη δεν θα πρέπει να ξεπερνάει τα έξι γραμμάρια την ημέρα. Στόχος είναι τιμές μικρότερες από 140/90mmHg και στους διαβητικούς μικρότερες από 130/80mmHg. Σε περίπτωση που η υπέρταση δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με αλλαγές στον τρόπο ζωής, τότε εφαρμόζεται φαρμακευτική αγωγή.
Ο στόχος για τη θεραπεία του σακχαρώδη διαβήτη είναι μια τιμή γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης μικρότερη του 6,5%. Αυτός ο στόχος θα πρέπει να επιτυγχάνεται με τη διατροφή, την απώλεια σωματικού βάρους, τη σωματική άσκηση, καθώς και την καλύτερη ενημέρωση και εκπαίδευση του ασθενούς ως προς το διαβήτη. Σε περίπτωση που δεν αρκούν τα παραπάνω μέτρα τότε θα πρέπει να εισάγεται φαρμακευτική αγωγή.
Συμπεράσματα
Η διάγνωση και η πρώιμη αντιμετώπιση του μεταβολικού συνδρόμου είναι θεμελιώδους σημασίας προτού εμφανιστούν η υπέρταση, η παχυσαρκία και ο σακχαρώδης διαβήτης. Με ένα σωστό τρόπο διαβίωσης έγκαιρα, με μεσογειακή διατροφή και ήπια άσκηση, μπορεί να γίνει πρόληψη του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 και των καρδιαγγειακών νοσημάτων και να αποφευχθούν πιθανές επιπλοκές τους.